ΕΙΜΑΙ Ο ΓΕΡΟΣ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
Μ’ ερειπωμένο το κορμί του
και χιονισμένα τα μαλλιά
απόκληρος της κοινωνίας
ζητιάνευε στα σκοτεινά.
Ήταν ο γέρος της γωνίας
που με κοιτούσε σιωπηλά
προτρέποντάς με να του δώσω
έστω κι ελάχιστα ψιλά.
Με φορτωμένο το καρότσι
ψώνια και τρόφιμα πολλά
αδιάφορος περνούσα μπρος του
έχοντας όλα τα καλά.
Γυρνώντας έπειτα στο σπίτι
καθόμουν κι’ έτρωγα διπλά
τόσα που μ’ έκαναν νιώθω
στα έντερά μου βουρδουλιά.
Τα φαγητά της αφθονίας
μου σταμάτησαν την καρδιά
και μ’ έστειλαν στη πέρα όχθη
στου μαύρου χάρου τη γωνιά.
Εκεί τον γέρο της γωνίας
αντίκρισα να με κοιτά
είχε το Ήλιο μες τα ματιά
κι’ ενδύματα βασιλικά.
Με γνώρισες είμαι ο γέρος
που σε κοιτούσε σιωπηλά
προτρέποντάς σε να σε σώσω
απ’ την σκληρή σου την καρδιά.
Αυτήν που λόγω αφθονίας
υποτιμούσε τους φτωχούς
κι τώρα σ’ ώρες απραγίας
στης γης σαπίζει τους βυθούς.
Άνθρωπε γιε της αφθονίας
σ’ ένα στενό, σε μια γωνία
θα δοκιμάσω την καρδιά σου
στην δυστυχία αν λυγά.
Στων ουρανών την βασιλεία
οι ελεήμονες περνούν
κι’ όχι εκείνοι που τα πλούτη
κι’ ο μαμμωνάς τους κυβερνούν.
Δημήτρη Γ.Παπαχατζή (Δημ.Παπέϋ)
8/1/2020 λίγο πριν
ξημερώσει.
Ουκ είδατε γαρ πότε ο καιρός εστίν.
Κατά Μάρκον (ιγ’ 33))
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου